- προμαθής
- -ές, Α(δωρ. τ.) βλ. προμηθής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προμαθής — προμᾱθής , προμηθής forethinking masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμάθῃς — προμανθάνω learn beforehand aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμηθής — και δωρ. τ. προμαθής, ές, Α 1. προνοητικός («εἰς τὸν ἔπειτα βίον προμηθέστερος», Πλάτ.) 2. αυτός που ανησυχεί και φροντίζει για κάτι («οὔτε τι τοῡ θανεῑν προμηθής», Σοφ.) 3. (για πράγμα) αυτός απαιτεί πρόνοια 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ προμηθές η… … Dictionary of Greek